ορνιθοτυφλία

ορνιθοτυφλία
η
παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών κατά την οποία η όραση είναι ισχυρότερη στο σκοτάδι παρά στο δυνατό φως, νυκταλωπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορνιθοτυφλιά — ορνιθοτυφλιά, η και κοτοτυφλιά, η πάθηση της όρασης, αλλ. νυκταλωπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορνιθοτυφλότης — ὀρνιθοτυφλότης, ἡ (Μ) η ορνιθοτυφλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τυφλότης (< τυφλός)] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτύφλωμα — ὀρνιθοτύφλωμα, τὸ (Μ) η ορνιθοτυφλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τύφλωμα] …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”